χρεμέτισμα

χρεμέτισμα
χρεμέτ-ισμα, ατος, τό,
A neighing, whinnying, Iamb.Bab.p.50H. (pl.): metaph.,

χ. γάμου προκέλευθον ἱεῖσα AP5.244

(Maced.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • χρεμέτισμα — neighing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρεμέτισμα — ίσματος, το, ΝΑ [χρεμετίζω] χλιμίντρισμα …   Dictionary of Greek

  • χρεμέτισμα — το, ατος βλ. χρεμετισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χρεμετίσματα — χρεμέτισμα neighing neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρεμετίσματι — χρεμέτισμα neighing neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρεμετίσματος — χρεμέτισμα neighing neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αντιφρυάσσομαι — ἀντιφρυάσσομαι (Α) 1. (για ίππους) ανταποδίδω χρεμέτισμα 2. μτφ. (για ανθρώπους) συμπεριφέρομαι αλαζονικά σε αλαζόνα …   Dictionary of Greek

  • εμβρίμημα — ἐμβρίμημα, το (AM) εκδήλωση οργής εναντίον κάποιου, αγανάκτηση μσν. χρεμέτισμα …   Dictionary of Greek

  • χρεμέτισις — ίσεως, ἡ, Μ [χρεμετίζω] χρεμέτισμα, χρεμετισμός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”